-
1 озабоченный
-
2 хлопоты
хлопотымн. οἱ φροντίδες, οἱ σκοτοῦ-ρες, οἱ Εγνοιες:домашние \хлопоты οἱ οίκεια-κές φροντίδες, οἱ σκοτοῦρες τοῦ σπιτιοῦ· наделать кому-л. хлопот δημιουργώ σκοτοῦρες σέ κάποιον ◊ у него́ хлопот полон рот разг εἶναι γεμάτος φροντίδες. -
3 суетиться
суечусь, суетишьсяρ.δ. περιφέρομαι, πηγαινοέρχομαι γεμάτος φροντίδες. -
4 суетливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. ανήσυχος, γεμάτος φροντίδες, όλος σκοτούρες, έγνοιες, πολυπράγμονας.2. γρήγορος, γοργός. -
5 сутолочный
επ.ανάστατος• γεμάτος φροντίδες έγνοιες, σκοτούρες•сутолочный день ανάστατη μέρα.
-
6 хлопотливый
επ. βρ: -лив, -а, -оγεμάτος φροντίδες, πολυμέρ ιμνος, νοιασμένος. || μπελαλής, -ιδικός, όλο σκοτούρες. -
7 хлопотно
επίρ.1. βλ. хлопотливо.2. κατηγ. είμαι γεμάτος φροντίδες.
См. также в других словарях:
δύσφροντις — δύσφροντις, ο, η (Μ) γεμάτος φροντίδες … Dictionary of Greek
μερμηρίζω — (Α) 1. είμαι γεμάτος φροντίδες και ανησυχίες, μεριμνώ, σκέφτομαι, νοιάζομαι («ἀλλ ὅγε μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾱσαι νῆες», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με τα δίχα,διάνδιχα κ.λπ.) βρίσκομαι σε αμφιβολία, ταλαντεύομαι μεταξύ δύο σκέψεων («διάνδιχα… … Dictionary of Greek
πολυφρόντιστος — ον, Α 1. αυτός που ερευνά κάτι με πολλή επιμέλεια και προσοχή, πολύ προσεκτικός, στοχαστικός 2. ο γεμάτος φροντίδες. επίρρ... πολυφροντίστως κατά τρόπο πολυφρόντιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φρόντιστος (< φροντίζω), πρβλ. α φρόντιστος] … Dictionary of Greek
φροντίζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α 1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, η, ο,… … Dictionary of Greek
Ικέτιδες — I Τραγωδία (420 π.Χ.) του Ευριπίδη. Ερμηνεύτηκε από τους σύγχρονους ερευνητές της εποχής μας τόσο ως ύμνος στην αθηναϊκή ανθρωπιά όσο και ως μαρτυρία μιας νέας, ορθολογιστικής θέσπισης κανόνων, που άλλοτε βασίζονταν αποκλειστικά στη θρησκευτική… … Dictionary of Greek
κηραίνω — (I) κηραίνω (Α) [κήρ (I)] 1. (μτβ.) φθείρω, βλάπτω, καταστρέφω («θῆρες δὲ κηραίνουσι καὶ βροτοί» θηρία και άνθρωποι τό βλάπτουν, Αισχύλ.) 2. (αμτβ.) έχω ελαττώματα ή ατέλειες. (II) κηραίνω (Α) [κηρ (II)] 1. είμαι γεμάτος μέριμνες, έχω πολλές… … Dictionary of Greek
περίφροντις — ιδος, ο, η, Ν αυτός που έχει πολλές φροντίδες, ο γεμάτος έγνοιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φροντίς, ίδος] … Dictionary of Greek